- σημειογράφος
- [симиографос] ουσ. а. пишущий условными знаками, шифром,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σημειογράφος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει τού κώδικα τής σήμανσης με βραχίονες μσν. αρχ. αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + γράφος*] … Dictionary of Greek
σημειογράφους — σημειογράφος shorthand writer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σημειογραφία — Στη μουσική, η γραφική παράσταση των ήχων, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της μουσικής σκέψης. Η ανάγκη αυτή προκάλεσε, στο πέρασμα του χρόνου, την εμφάνιση πολλών συστημάτων σ., που έπειτα ενώθηκαν στην παγκόσμια αποδοχή του πεντα γραμμικού συστήματος … Dictionary of Greek
σημειογραφείον — τὸ, Μ [σημειογράφος] το γραφείο τού σημειογράφου … Dictionary of Greek
σημειογραφικός — ή, ό / σημειογραφικός, ή, όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημεία μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός. επίρρ … Dictionary of Greek
ՍԵՄԱԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 2 0706 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԵՄԱԳԻՐ ՍԵՄԻԱՐ. σημειογράφος, σημαντήρ , ταχυγράφος notarius, tachygraphus, qui per notas vel velociter scribit. (ի յն. ձայնէս սի՛մա, սիմի՛օն. այսինքն նշան). Նշանագիր անձն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԵՄԻԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0706 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԵՄԱԳԻՐ ՍԵՄԻԱՐ. σημειογράφος, σημαντήρ , ταχυγράφος notarius, tachygraphus, qui per notas vel velociter scribit. (ի յն. ձայնէս սի՛մա, սիմի՛օն. այսինքն նշան). Նշանագիր անձն. երագադիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)